- κοκκαλιάρης
- α, ικο , κοκκαλιάρικος, η , ο костлявый, тощий, худой (о человеке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Κοκκαλιάρης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από τη Δίβρη της Αχαΐας. 1. Αναγνώστης. Οπλαρχηγός. Συμμετείχε σε πολλές μάχες, στις οποίες διακρίθηκε για την ανδρεία του. 2. Αναγνώστης. Γιος του Ιωάννη (βλ. 3.). Ήταν οπλαρχηγός και συμμετείχε σε πολλές… … Dictionary of Greek
κοκαλιάρης — και κοκκαλιάρης, α, ικο και κοκ(κ)αλιάρικος, η, ο [κόκαλο] πολύ αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος … Dictionary of Greek